δεξιωνυμος

δεξιωνυμος
    δεξιώνυμος
    δεξι-ώνῠμος
    2
    Aesch. = δεξιός См. δεξιος 1

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "δεξιωνυμος" в других словарях:

  • δεξιώνυμος — δεξιώνυμος, ον (Α) 1. όποιος έχει αίσιο, ευοίωνο όνομα 2. ο δεξιός («χερσὶ δεξιωνύμοις», Αισχ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + ώνυμος < όνυμα, αιολ. και δωρ. τ. τού όνομα (πρβλ. ανώνυμος, ετερώνυμος, παντώνυμος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • δεξιωνύμοις — δεξιώνυμος right masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»